Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

Στην άκρη της Πλατείας του Χρόνου


Κοντεύουν εννέα ώρες από τότε  που μεσουράνησε ο ήλιος. Στη μέση της Νέας Υόρκης, στην άκρη της Πλατείας του Χρόνου, στέκομαι και φαίνεται να κάνω ό,τι κάνουν όλοι. Να ζω στη μοναξιά μου, να περπατώ σα να κυνηγώ έναν αόρατο φίλο ή σα να με κυνηγά ένας αόρατος εχθρός. 


Κοιτάζω τη δουλειά μου. Έτσι με έμαθαν να λέω την απανθρωπιά. 

Κάθομαι μοναχή σε ένα τραπέζι, δίχως άνθρωπο στα μάτια να κοιτώ. Και κανείς δε με κοιτά. Είμαι σχεδόν αόρατη. Πολύχρωμοι άνθρωποι τριγύρω. Με χίλιες γλώσσες στα στόματά τους, μιλούν για τα καινούργια αγαθά που αγόρασαν, για λεφτά και επιθυμίες καταναλωτικές.

Περπατώ στο δρόμο και κοιτάζω χαμηλά. Δε κοιτάζω άνθρωπο στα μάτια. Έτσι με έμαθαν να λέω την απανθρωπιά. 

Μα όπως χαμηλά κοιτώ, βλέπω ανθρώπους ξαπλωμένους στα πεζοδρόμια. Μια ταμπέλα μπροστά τους, λέει ότι πεινούν. Απλώνουν τα χέρια και περιμένουν το όνειρο μιας καλύτερης ζωής.

Αποστρέφω τη ματιά μου και συναντώ τα μάτια των κουρδισμένων ανθρώπων. Και αυτοί, γεμάτοι προσδοκίες, γεμάτοι θέλω. Μια ζωή γυρίζουν από λεωφόρο σε λεωφόρο με μάτια άδεια από τη κούραση για ένα παρόν που πάντα είναι μισό, για ένα μέλλον που πάντα έχει στρίψει στη προηγούμενη γωνία.

Και άμα αποκαμωμένοι ακουμπήσουν στο τοίχο, μια ανάσα να πάρουν πριν χαθούν ξανά στο άπειρο του τίποτα, γραβατωμένοι γιάππηδες τους προσπερνούν. Κορμοστασιά όρθια και περπάτημα όλο καμάρι. Γι’ αυτό που μοιάζουν να είναι...Γι’ αυτό που περνιούνται ότι είναι. Και μόλις κλείσουν πίσω τους τη πόρτα του διαμερίσματος τους, μπαίνουν στο δικό τους τάφο, πολλά μέτρα πάνω από τη γη, κοντά στη κορυφή ενός ουρανοξύστη και ευτυχισμένοι από αυτό που λένε ζωή, «παραδίνονται» σε μυριάδες μικρές «απολαύσεις», σε τιμή ευκαιρίας...μόνο τη ψυχή τους! 

Μα θαρρώντας πως αγγίζουν την αθανασία, αφήνονται στον θάνατο. Και τα άδεια τους κουφάρια, στολισμένα και μυρωδάτα, στριφογυρίζουν στα μέρη που πλέκεται η καθημερινότητα ενός κόσμου που κινείται αιώνια, δίχως συνείδηση της κίνησής του και της αιώνιας ακινησίας του. Δίχως συνείδηση του θανάτου του και της μικρής και ευάλωτης ζωής του.